λυπρῶς

λυπρῶς
λυπρός
distressful
adverbial

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • λυπρώς — λυπρῶς (Α) επίρρ. βλ. λυπρός …   Dictionary of Greek

  • λυπρός — λυπρός, ά, όν (AM) 1. (ιδίως για τη γη) άγονος, άφορος, άκαρπος 2. ευτελής, πενιχρός αρχ. 1. φτωχός, ελεεινός, άθλιος 2. (για φυτό) ισχνός, αδύνατος, μη θαλερός 3. (για τροφή) αυτός που δεν έχει αρκετές θρεπτικές ουσίες, φτωχικός 4. (για πρόσ.)… …   Dictionary of Greek

  • ՏԽՐԱԲԱՐ — ( ) NBH 2 0879 Chronological Sequence: Unknown date, 10c մ. λυπρῶς moleste dolenter. Իբրեւ տխուր. տխրութեամբ. տխուր դիմօք. *Յանդիման եղէց քեզ ուրախութեամբ, զուարթապէս, եւ ոչ տխրաբար. Նար. ՟Ղ՟Գ: *Եւ ոչ ինքեանք տխրաբար բերէին զվտանգսն. Բրս. գոհ …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”